- θεραπίς
- θεραπίςpaying court tofem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
θεραπίδα — θεραπίς paying court to fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραψ — θέραψ, ὁ (Α) θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*. ΠΑΡ. θεραπεύω αρχ. θεράπιον, θεραπίς] … Dictionary of Greek